- ἔμπαιγμα
- ἔμπαιγ-μα, ατος, τό,A jest, mocking, delusion, LXX Is.66.4; μαγικῆς ἐμπαίγματα τέχνης ib.Wi.17.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔμπαιγμα — jest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπαιγμα — το (AM ἔμπαιγμα) 1. περίπαιγμα, σκώμμα 2. εμπαιγμός … Dictionary of Greek
ἐμπαιγμονῇ — ἔμπαιγμα jest fem dat sg (attic epic ionic) ἐμπαιγμονή mockery fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαιγμάτων — ἔμπαιγμα jest neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαίγμασιν — ἔμπαιγμα jest neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπαίγματα — ἔμπαιγμα jest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԽԱԲԷՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0910 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 12c գ. ἁπάτη, πτερνισμός deceptio, fraus, supplantatio ἕμπαιγμα , χλευή illusio, ludificatio ψεύδος mendacium. Խաբ. խաբանք. պատրանք. դաւ. նենգութիւն. դաւաճանութիւն. ստութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)